στοματολογία

στοματολογία
(Ιατρ.). Ιατρική ειδικότητα, που περιλαμβάνει τη μελέτη των οδοντοστοματικών βλαβών και παθήσεων, καθώς και τις χειρουργικές, ορθοπεδικές και προθετικές φροντίδες για τη θεραπεία τους. Η σ. είναι συνδετικός κρίκος της ιατρικής με την οδοντιατρική και σχετίζεται άμεσα με την εσωτερική παθολογία.
* * *
η, Ν
ιατρ.
1. κλάδος τής ιατρικής που μελετά τις οδοντοστοματικές νόσους και βλάβες τών ανώμαλων θέσεων τών δοντιών και τις διαμαρτίες διάπλασης τών γνάθων
2. το σύνολο τών ιατρικών, χειρουργικών, προσθετικών και ορθοπεδικών φροντίδων για την αντιμετώπιση τών παραπάνω ανώμαλων καταστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatology (< στόμα, -ατoς + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοματολογικός — ή, ό, Ν [στοματολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στοματολογία ή στον στοματολόγο …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • οδοντοστοματολογία — η ιατρ. ιατρικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού στόματος και τών δοντιών σε φυσιολογική και παθολογική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontostomatologie < ὀδούς, ὀδόντος + στοματολογία (< στόμα, ατος + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • στοματολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatologist (< στόμα, ατoς + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”