στοματολογικός — ή, ό, Ν [στοματολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στοματολογία ή στον στοματολόγο … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
οδοντοστοματολογία — η ιατρ. ιατρικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού στόματος και τών δοντιών σε φυσιολογική και παθολογική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontostomatologie < ὀδούς, ὀδόντος + στοματολογία (< στόμα, ατος + λογία*] … Dictionary of Greek
στοματολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatologist (< στόμα, ατoς + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek